κερατιστής

κερατιστής
κερατιστής
one that butts
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κερατιστής — κερατιστής, ὁ (Α) [κερατίζω] αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῡρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • κερατισταί — κερατιστής one that butts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατιστήν — κερατιστής one that butts masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατιστάς — κερατιστά̱ς , κερατιστής one that butts masc acc pl κερατιστά̱ς , κερατιστής one that butts masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бодливыи — (7*) пр. Бодливый: оунець бодливъ бѩше. (κερατιστής) КР 1284, 259г; аще ли оунцѩ прободеть. да продасть бодливагѡ жива. и раздѣлита цѣноу оумершагѡ. аще ли вѣдомо будеть. ˫ако добливъ [вм. бодливъ] и не закла ѥгѡ. и дасть оунець въ оуньцѩ мѣсто.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κορυπτίλος — και κυρίττολος και κορυπτόλης, ὁ (Α) [κορύπτω] (κατά τον Ησύχ.) «κερατιστής», αυτός που χτυπά με τα κέρατα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”